- τανυτό
- τοσύσφιξη της κοιλιάς κατά την αποπάτηση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τανυτό — το, Ν [τανύω] σφίξιμο τής κοιλιάς κατά την αποπάτηση … Dictionary of Greek